Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σε τροχιά

См. также в других словарях:

  • τροχιά — τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τροχιός round neut nom/voc/acc pl τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιά — Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι,… …   Dictionary of Greek

  • τροχιά — η 1. τα ίχνη που αφήνουν στο χώμα οι τροχοί οχήματος, τα αχνάρια της ρόδας. 2. σιδηροτροχιά, ράγα. 3. (μαθ.), η γραμμή που διαγράφει ένα υλικό σημείο που κινείται. 4. η καμπύλη που διαγράφει ουράνιο σώμα στην κίνησή του: Η τροχιά της Γης. 5.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρόχια — τρόχιον rotella neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωσύγχρονη τροχιά — Μία γήινη τροχιά που ακολουθεί ένας δορυφόρος (κίνηση από Δ προς Α) με περίοδο 23 ώρες, 56 λεπτά και 4,1 δευτερόλεπτα, ίση δηλαδή με την περίοδο περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Αν η τροχιά είναι κεκλιμένη σε σχέση με το ισημερινό… …   Dictionary of Greek

  • τροχιάν — τροχιά̱ν , τροχιά wheel track fem acc sg (attic doric aeolic) τροχιά̱ν , τροχιός round fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιάς — τροχιά̱ς , τροχιά wheel track fem acc pl τροχιά̱ς , τροχιός round fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιᾶς — τροχιά wheel track fem gen sg (attic doric aeolic) τροχιᾶ̱ς , τροχιάζω roto fut ind act 2nd sg (doric) τροχιός round fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχίας — τροχίᾱς , τροχίας courier masc acc pl τροχίᾱς , τροχίας courier masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιαῖς — τροχιά wheel track fem dat pl τροχιός round fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιαί — τροχιά wheel track fem nom/voc pl τροχιός round fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»