-
1 τροχιά
[трохьа] ουσ. Θ. колея,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τροχιά
-
2 орбита
-
3 траектория
-и θ.η τροχιά•траектория электрона η τροχιά του ηλεκτρόνιου•
траектория полта η τροχιά πτήσης•
траектория снаряда η τροχιά του βλήματος.
-
4 орбита
орби́т||аж1. астр. ἡ τροχιά:\орбита спу́т-иика ἡ τροχιά δορυφόρου· выйти на \орбитау βγαίνω στήν τροχιά·2. (глазная) ἡ κόγχη, ὁ κόγχος:выходить из орбит (о глазах) γουρλώνω (άμετ.). -
5 колея
-
6 траектория
траекторияж мат, физ. ἡ τροχιά:\траектория полета ἡ τροχιά τής πτήσης. -
7 выведение
1. (уничтожение) η εξόντωση, (сорняков) το ξερίζωμα, (паразитов) η εξουδετέρωση, η θανάτωση 2. (новых пород, сортов) η καλλιέργειαη παραγωγή (νέων ειδών, ποικιλιών)3. (заключения) η εξαγωγή (συμπεράσματος) 4. (на орбиту) η θέση/τοποθέτηση (σε τροχιά) 5. (пятен) о καθαρισμός (των στιγμάτων, λεκέδων) б.(формулы) η εξαγωγή (του τύπου) 7. (ис-ключение из чего-л.) η διαγραφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выведение
-
8 вывод
1. (удаление) η αποχώρησηη έξοδοςη εκκένωσηη απομάκρυνση2. (умозаключение) το συμπέρασματο πόρισμαη (λογική) συναγωγή συμπερασμάτων3. (φορ-мулы, уравнения) η εξαγωγή, η παραγωγή 4. (процесс) η εξαγωγή 5. (устройство) η έξοδος 6. (соединительный провод) το καλώδιο σύνδεσης, η έξοδος 7. (зажим) о ακροδέκτηςзаземляющий - см. - заземления 8. вчт. η έξοδος9. (на орбиту) η τοποθέτηση στην τροχιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вывод
-
9 выводить
1. (удалять) βγάζω 2. (формулу, уравнение) εξάγω 3. (изменять действие, состояние, положение) βγάζω, εξάγω, εκβάλλω 4. (делать вывод) συμπεραίνωσυνάγωβγάζω συμπέρασμα5. (выращивать) βγάζω, μεγαλώνω(растения) καλλιεργώ, παράγωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выводить
-
10 выходить
1. (о газе, воздухе и т.п.) φεύγω, εκρέω 2. (быть выпущенным, изданным) δημοσιεύομαι, εκδίδομαι 3. (из строя) χαλνώ, αχρηστεύομαι 4. (из употребления) βγαίνω (από την κυκλοφορία) 5. (из берегов) πλημμυρίζω 6. (на орбиту) εισέρχομαι/τοποθετούμαι (σε τροχιά).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выходить
-
11 глиссада
1. (траектория снижения) η τροχιά (καθόδου) 2. (луч, образуемый глис-садным передатчиком) η γραμμή (της καθόδου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глиссада
-
12 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
13 заправка
I.тех. η πλήρωση, ο ανεφοδιασμός- топливом в воздухе - με καύσιμα στον αέρα, ο εναέριος ανεφοδιασμόςII.(приправа) τα μυρωδικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заправка
-
14 колея
1. (ширина железнодорожного пути) το εύρος/πλάτος της σιδηροδρομικής γραμμής 2. (линия пути) η σιδηρογραμμική γραμμή, η τροχιά 3. (след от транспорта) το ίχνος του τροχού (του μεταφορικού μέσου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колея
-
15 корабль
το πλοίο, το σκάφος, το καράβιвоздушный - το αεροσκάφος, το αεροπλάνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > корабль
-
16 монорельс
1. (один рельс) η μονή ράγα, η μονή τροχιά 2. (монорельсовая дорога) о σιδηρόδρομος μονής τροχιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > монорельс
-
17 наведение
(управление полётом) η καθοδήγηση, η πλοήγηση, η διεύθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наведение
-
18 орбита
η τροχιάвыводить на - у τοποθετώ/θέτω σε -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орбита
-
19 полёт
1. (перемещение чего-л. летящего) η πτήσηучебный - см. тренировочный -2. (птицы) το πέταγμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полёт
-
20 путь
1. (направление, маршрут) το δρομολόγιο, η πορείαМлечный - астр. о Γαλαξίας2. (расстояние) η απόστασηтормозной (авто) - πέδης/φρεναρίσματος3. (траектория) η καμπύλη τροχιάς, η τροχιά 4. (способ) το μέσο(ν), ο τρόπος 5. (место, по которому происходит передвижение, сообщение) о δρόμος, η οδός, το ταξίδι 6. (место для прохода, проезда) о πόρος, ο διάδρομος 7. (доступ куда-л., возможность проникнуть куда-л.) о τρόπος, το μέσον 8. (железнодорожная колея, линия) η σιδηροδρομική γραμμή 9. (передвижение куда-л.) το ταξίδι 10. (направление деятельности, развития чего-л.) η πορεία 11. (средство, способ достижения чего-л.) о δρόμος, ο τρόπος, η οδός 12. -и анат. τα όργαναдыхательные - αναπνευστικά -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > путь
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τροχιά — τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιά wheel track fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τροχιός round neut nom/voc/acc pl τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc/acc dual τροχιά̱ , τροχιός round fem nom/voc sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιά — Η κλειστή διαδρομή που εκτελεί ένα σώμα όταν κινείται γύρω από ένα ή περισσότερα σώματα. Ο όρος τ. χρησιμοποιείται συνήθως στην αστρονομία και αναφέρεται στην κίνηση που εκτελούν οι πλανήτες και οι κομήτες γύρω από τον Ήλιο ή οι δορυφόροι,… … Dictionary of Greek
τροχιά — η 1. τα ίχνη που αφήνουν στο χώμα οι τροχοί οχήματος, τα αχνάρια της ρόδας. 2. σιδηροτροχιά, ράγα. 3. (μαθ.), η γραμμή που διαγράφει ένα υλικό σημείο που κινείται. 4. η καμπύλη που διαγράφει ουράνιο σώμα στην κίνησή του: Η τροχιά της Γης. 5.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρόχια — τρόχιον rotella neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωσύγχρονη τροχιά — Μία γήινη τροχιά που ακολουθεί ένας δορυφόρος (κίνηση από Δ προς Α) με περίοδο 23 ώρες, 56 λεπτά και 4,1 δευτερόλεπτα, ίση δηλαδή με την περίοδο περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Αν η τροχιά είναι κεκλιμένη σε σχέση με το ισημερινό… … Dictionary of Greek
τροχιάν — τροχιά̱ν , τροχιά wheel track fem acc sg (attic doric aeolic) τροχιά̱ν , τροχιός round fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιάς — τροχιά̱ς , τροχιά wheel track fem acc pl τροχιά̱ς , τροχιός round fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιᾶς — τροχιά wheel track fem gen sg (attic doric aeolic) τροχιᾶ̱ς , τροχιάζω roto fut ind act 2nd sg (doric) τροχιός round fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίας — τροχίᾱς , τροχίας courier masc acc pl τροχίᾱς , τροχίας courier masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιαῖς — τροχιά wheel track fem dat pl τροχιός round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιαί — τροχιά wheel track fem nom/voc pl τροχιός round fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)